- χαίος
- ὁ, και χαῑος, τὸ, Ακαμπύλη βακτηρία, η γκλίτσα τών βοσκών.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αμφβλ. γένους και αβέβαιης ετυμολ. Παρά την γλώσσα τού Λεξ. Σούδα χαιόςἡ ῥάβδος, το ουσ. πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ουδ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. γαλατ. προέλευσης, που συνδέεται με τους τ. γαῖσος / γαῖσον, λατ. gaesum, αρχ. ιρλδ. gae, αρχ. ισλδ. geirr, βρετον. gew με σημ. «κοντάρι, ακόντιο», οι οποίοι ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ghaiso- «ραβδί» (βλ. λ. γαῖσος). Τέλος, κατ' άλλη άποψη λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με τα αρχ. ινδ. hesah «σφαίρα, βλήμα», hinoti «ρίχνω, εκσφενδονίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.